- εσώτερος
- -η, -ο (ΑΜ ἐσώτερος, -α, -ον) (συγκριτ. βαθμός τού επιθ. έσω) [έσω]1. αυτός που βρίσκεται μέσα περισσότερο από άλλους, ο ενδότερος, ο εσωτερικότερος.επίρρ...εσώτερον και εσωτέρω (ΑΜ ἐσωτέρω)πιο μέσα, εσωτερικότερα.
Dictionary of Greek. 2013.